- πηδάλι'
- πηδάλια , πηδάλιονsteering-paddleneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορτιζονούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει κορτιζόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορτιζόνη + ούχος (< έχω), πρβλ. ζαχαρ ούχος, πηδαλι ούχος] … Dictionary of Greek